LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄτλητος"
- ἄ-τλητος, Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον, I. 1. αφόρητος, ανυπόφορος, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ. 2. αυτός που δεν αποτολμάται, ἄτλησα τλᾶσα, σε Αισχύλ. II. Ενεργ., ανίκανος να υπομείνει ένα πράγμα, με γεν., σε Ανθ.