Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄτη"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἄτη[ᾱ], Δώρ. ἄτα, (ἀάω αντί ἀάτηI. σύγχυση, παραλογισμός, απερίσκεπτη παρόρμηση που προκαλείται από πλάνη, τύφλωση που στέλλνεται από τους θεούς, σε Όμηρ.· απ' όπου, η Ἄτη προσωποποιημένη είναι η θεά της βλάβης και της απερίσκεπτης συμπεριφοράς, Ἄτη, ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Λιταί έρχονται μετά από αυτή, θεραπεύοντας το κακό που εκείνη έχει διαπράξει, στο ίδ. II. λέγεται για τις συνέπειες, 1. απερίσκεπτη ενοχή ή αμαρτία, όπως αυτή του Πάρη, στο ίδ. 2. όλεθρος, καταστροφή, σε Όμηρ., Τραγ.· λέγεται για πρόσωπα, ολέθριος, καταστροφικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἄ-τηκτος, -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.
ἀ-τημελής, -ές, I. παραμελημένος, σε Πλούτ. II. απερίσκεπτος· επίρρ. ἀτημελῶς ἔχειν, στον ίδ.
ἀ-τημέλητος, -ον (τημελέωI. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν. 2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ. II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.
ἀτηρός[ᾱ], , -όν, I. τυφλωμένος από την ἄτη, ωθούμενος στην καταστροφή, σε Θέογν. II. ολέθριος, καταστροφικός, βλαβερός, σε Αισχύλ., Σοφ.· τὸἀτηρόν, όλεθρος, συμφορά, καταστροφή, σε Αισχύλ.· ἀτηρότατον κακόν, σε Αριστοφ.