Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄτεκνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-τεκνος, -ον (τέκνονI. αυτός που δεν έχει παιδιά, άτεκνος, σε Ησίοδ., Τραγ. II. με Ενεργ. σημασία, αυτός που προξενεί ατεκνία, σε Αισχύλ.