LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄτακτος"
- ἄ-τακτος, -ον, I. 1. αυτός που δεν βρίσκεται σε θέση, παράταξη μάχης, λέγεται για στράτευμα, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. απείθαρχος, άτακτος, ανώμαλος, άμετρος, στον ίδ. κ.λπ. II. επίρρ. -τως, με ανώμαλο, ακατάστατο τρόπο, λέγεται για στρατεύματα, στον ίδ.· συγκρ. ἀτακτότερον, στον ίδ.