Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄστυ"

Βρέθηκαν 15 λήμματα [1 - 15]
ἄστυ, τό, Επικ. γεν. -εος, σε Αττ. -εως· Αττ. πληθ. ἄστη· I. πολιτεία, πόλη, σε Όμηρ. κ.λπ.· Σούσων ἄστυ, η πόλη Σούσα, σε Αισχύλ.· ἄστυ Θήβης, σε Σοφ. II. οι Αθηναίοι ονόμαζαν την Αθήνα Ἄστυ, όπως οι Ρωμαίοι καλούσαν τη Ρώμη Urbs, κυρίως χωρίς το άρθρο (κατά το κοινώς λεγόμενο, «βρίσκομαι στην πόλη», «πηγαίνω στην πόλη»), σε Αριστοφ.
ἀστυ-άναξ, -ακτος, , άρχοντας της πόλης, βασιλιάς, επίθ. ορισμένων θεών, σε Αισχύλ.· σε Όμηρ., μόνο ως κύριο όνομα.
ἀστῠ-βοώτης, -ου, (βοάω), αυτός που διαλαλεί απ' άκρη σ' άκρη στην πόλη, λέγεται για τον κήρυκα, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀστῠ-γείτων, -ον, γεν. -ονος, 1. κοντινός ή γειτονικός σε μια πόλη, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. ως ουσ., γειτονικός σε μια πόλη, γειτνιάζων, όμορος, σε Ηρόδ., Θουκ.
ἄστῠ-δε, επίρρ., προς την πόλη, σε Όμηρ.
ἀστῠ-δρομέομαι, Παθ., λεηλατούμαι από επιδρομείς, σε Αισχύλ.
ἄ-στῡλος, -ον, αυτός που δεν έχει στύλο ή υποστήριγμα, σε Ανθ.
ἀστύ-νῑκοςπόλις, (νίκη), , Αθήνα η νικηφόρος πόλη, σε Αισχύλ.
ἀστῠνομέω, μέλ. -ήσω, είμαι ἀστυνόμος, σε Δημ.
ἀστῠνομία, , το επάγγελμα του αστυνόμου (ἀστυνόμος), σε Αριστ.
ἀστῠνομικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αστυνόμο (ἀστυνόμος) ή το επάγγελμά του, σε Πλάτ.
ἀστῠ-νόμος, (νέμωI. αυτός που προστατεύει την πόλη, θεοί, σε Αισχύλ.· ὀργαὶ ἀστυνόμοι, ήθη της κοινωνικής συμβίωσης, σε Σοφ. II. ως ουσ., άρχοντας της Αθήνας που είχε την επιμέλεια της αστυνομίας, των οδών και των δημόσιων κτιρίων· πέντε άρχοντες για την Αθήνα και πέντε για τον Πειραιά, δέκα συνολικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀστύ-οχος, -ον (ἔχω), αυτός που προστατεύει την πόλη, σε Ανθ.
ἀ-στῠφέλικτος, -ον (στυφελίζω), ακίνητος, αδιατάρακτος, αδιάσειστος, σε Ξεν.
ἀ-στύφελος, , -ον και -ος, -ον, αυτός που δεν είναι τραχύς, ομαλός, σε Θέογν., Ανθ.