LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄστρον"
- ἄστρον, τό, κυρίως σε πληθ., αστέρια, σε Όμηρ., Αττ.· σε ενικ., λέγεται κυρίως για τον Σείριο, σε Ξεν. κ.λπ.· πρβλ. ἀστήρ.
- ἀστρονομέω, μέλ. -ήσω, σπουδάζω αστρονομία, σε Αριστοφ.
- ἀστρονομία, ἡ, αστρονομία, επιστήμη μελέτης του ουρανού, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
- ἀστρονομικός, -ή, -όν, ειδικευμένος στην αστρονομία, αυτός που σχετίζεται με την αστρονομία, σε Πλάτ.
- ἀστρο-νόμος, ὁ (νέμω), αστρονόμος, αστεροσκόπος, σε Πλάτ.

