Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄστρον"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἄστρον, τό, κυρίως σε πληθ., αστέρια, σε Όμηρ., Αττ.· σε ενικ., λέγεται κυρίως για τον Σείριο, σε Ξεν. κ.λπ.· πρβλ. ἀστήρ.
ἀστρονομέω, μέλ. -ήσω, σπουδάζω αστρονομία, σε Αριστοφ.
ἀστρονομία, , αστρονομία, επιστήμη μελέτης του ουρανού, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀστρονομικός, , -όν, ειδικευμένος στην αστρονομία, αυτός που σχετίζεται με την αστρονομία, σε Πλάτ.
ἀστρο-νόμος, (νέμω), αστρονόμος, αστεροσκόπος, σε Πλάτ.