Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄσμενος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄσμενος, , -ον (ἥδομαι, μτχ. παρακ. ἡσμένος)· πολύ ευχαριστημένος, χαρούμενος, πάντα με ρήμα, φύγενἄσμενος, διέφυγε ευχάριστα ή ήταν χαρούμενος που είχε διαφύγει, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, πόσο χαρούμενο θα με έκανε! σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσμένῳ δέσοι νὺξ ἀποκρύψει φάος, θα χαρείς όταν η νύχτα αποκρύψει το φως, σε Αισχύλ.· επίρρ., ἀσμένως, μετά χαράς, ευχάριστα, πρόθυμα, στον ίδ., Ευρ.· υπερθ., ἀσμεναίτατα, -έστατα, σε Πλάτ.