Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄρχω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄρχω, Επικ. απαρ. ἀρχέμεναι· παρατ. ἦρχον, Δωρ. ἆρχον· μέλ. ἄρξω, αόρ. αʹ ἦρξα, παρακ. ἦρχαΜέσ. μέλ. ἄρξομαι, Δωρ. ἀρξεῦμαιΠαθ. παρακ. ἦργμαι (μόνο σε Μέσ. σημασία)· αόρ. αʹ ἤρχθην, απαρ. ἀρχθῆναι, μέλ. ἀρχθήσομαι· επίσης, ἄρξομαι με Παθ. σημασία· είμαι πρώτος· I. λέγεται για χρόνο, αρχίζω, ξεκινώ, κάνω αρχή σε, πολέμοιο μάχης κ.λπ., σε Όμηρ.· ομοίως, σε Ηρόδ., Αττ.Μέσ., επίσης, με θρησκευτική σημασία, όπως ἀπάρχεσθαι, ἀρχόμενος μελέων, άρχισε τη θυσία από τα άκρα του σώματος, σε Ομήρ. Οδ.· ἄρχειν σπονδῶν, σε Θουκ. 2. με γεν., επίσης, αρχίζω από ή μαζί, ἐν σοὶ μὲν λήξω σέο δ' ἄρξομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἄρχεσθαι ἐκ τινος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀρξάμενοι ἀπὸ παιδίων, ήδη από την παιδική ηλικία, σε Ηρόδ. 3. με γεν. πράγμ. και δοτ. προσ., ἄρχω θεοῖς δαιτός, κάνω προετοιμασία για συμπόσιο, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῖσιδὲ μύθων ἦρχε, στο ίδ. κ.λπ. 4. με αιτ., ἄρχειν ὁδόν τινι, όπως Λατ. praeire viam alicui, δείχνω σε κάποιον το δρόμο, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., (ενν. ὁδόν), προηγούμαι, προπορεύομαι, σε Όμηρ.· έπειτα, γενικά, ἄρχειν τι, σε Αισχύλ., Σοφ. 5. με απαρ., αρχίζω να κάνω κάτι, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ. για εξακολουθητική ενέργεια ή κατάσταση, ἦρχον χαλεπαίνων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄρχω διδάσκων, σε Ξεν. 6. απόλ., ἄρχε, ξεκίνα!, άρχισε! σε Όμηρ.· ἄρχει ἡ ἐκεχειρία, σε Θουκ.· ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ, θέρους ἀρχομένου, στον ίδ. II. λέγεται για εξουσία, κυβερνώ, διοικώ, εξουσιάζω, μόνο σε Ενεργ. 1. με γεν., κυριεύω, είμαι άρχοντας σε..., τινός, σε Όμηρ., Αττ. 2. με δοτ., ηγεμονεύω, σε Όμηρ., Αισχύλ. 3. απόλ., κυριαρχώ, δεσπόζω, στον ίδ.· ιδίως, κατέχω υποδεέστερο αξίωμα, οἰκεῖον εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν, σε Ηρόδ.· στην Αθήνα, είμαι άρχοντας, σε Δημ.· πρβλ. ἄρχων· 4. Παθ., διοικούμαι, εξουσιάζομαι, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ ἀρχόμενοι, οι υπήκοοι, σε Ξεν.
ἀρχ-ῳδός, , πρώτος στην ωδή, πρωτοψάλτης, σε Βυζ.
ἄρχων, -οντος, (μτχ. του ἄρχω1. κυβερνήτης, διοικητής, αρχηγός, ηγέτης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. Ἄρχοντες, οἱ, οι κατεξοχήν άρχοντες της Αθήνας, εννέα στον αριθμό, ο πρώτος καλείτο ὁ Ἄρχων ή Ἄρχων ἐπώνυμος, ο δεύτερος ὁ Βασιλεύς, ο τρίτος ὁ Πολέμαρχος, οι υπόλοιποι έξι οἱ Θεσμοθέται. 3. τίτλος για ανώτατους άρχοντες σε άλλες πόλεις, όπως οι Έφοροι στη Σπάρτη, σε Ηρόδ.