Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄρτος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄρτος, , ψωμί ή άρτος από σιτάρι (το κριθαρένιο ψωμί λέγεται μᾶζα), συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· ἄρτος οὖλος, μαλακό ψωμί, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
ἀρτο-σῑτέω, μέλ. -ήσω (σιτέομαι), τρώω σταρένιο ψωμί, σε Ξεν.