LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄρτος"
- ἄρτος, ὁ, ψωμί ή άρτος από σιτάρι (το κριθαρένιο ψωμί λέγεται μᾶζα), συνήθως σε πληθ., σε Ομήρ. Οδ.· ἄρτος οὖλος, μαλακό ψωμί, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
- ἀρτο-σῑτέω, μέλ. -ήσω (σιτέομαι), τρώω σταρένιο ψωμί, σε Ξεν.