Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄρτιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄρτιος, , -ον (ἄρτιI. 1. ολόκληρος, πλήρης, τέλειος στο είδος του, κατάλληλος, ακριβώς προσαρμοσμένος· ἄρτια βάζειν, λέγω τα κατάλληλα, τα πρέποντα λόγια (πρβλ. ἀρτιεπής), σε Όμηρ.· ἄρτια ᾔδη, σκεφτόταν πράγματα σωστά αρμοσμένα, ήταν της ίδιας διάνοιας, στον ίδ.· κατάλληλος, πρέπων, αρμόζων, σε Σόλ., Θέογν. 2. με απαρ., προετοιμασμένος, έτοιμος να κάνει ένα πράγμα, σε Ηρόδ. II. λέγεται για αριθμούς, τέλειος, δηλ. άρτιος, αντίθ. προς το περισσός (περιττός), σε Πλάτ. κ.λπ. III. επίρρ., ἀρτίως, πριν λίγο, πρωτίστως τώρα, όπως ἄρτι, σε Σοφ.· από κοινού, για ενεστωτική σημασία με ενεστ. και παρακ.· και για το παρελθόν με παρατ. και αόρ.