Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄρτι"

Βρέθηκαν 39 λήμματα [1 - 20]
ἄρτι[ῐ] (*ἄρω), επίρρ., μόλις, ακριβώς, τώρα, τώρα δα· 1. λέγεται για το παρόν, τώρα ακριβώς, ακόμα και τώρα, με ενεστ. και παρακ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για το παρελθόν, πριν από λίγο, με παρατ. και αόρ., σε Ευρ. κ.λπ. 3. σε μεταγεν. συγγραφείς, λέγεται για το μέλλον, αμέσως, σε Λουκ. κ.λπ.
ἀρτιάζω, μέλ. -άσω (ἄρτιοςI. παίζω μονά ζυγά, Λατ. par impar, ludere, σε Αριστοφ. II. μετρώ, αριθμώ, σε Ανθ.
ἀρτιασμός, , το παιχνίδι μονά ζυγά, σε Αριστ.
ἀρτι-βρεχής, -ές (βρέχω), αυτός που βράχηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.
ἀρτί-γᾰμος, -ον, αυτός που μόλις παντρεύτηκε, νιόπαντρος, σε Ανθ.
ἀρτι-γένειος, -ον (γένειον), αυτός που έχει γένι που μόλις φύτρωσε, σε Ανθ.
ἀρτι-γέννητος, -ον, αυτό που μόλις γεννήθηκε, νεογέννητος, σε Λουκ.
ἀρτι-γλῠφής, -ές, αυτός που έχει μόλις σμιλευτεί, σε Θεόκρ.
ἀρτί-γονος, -ον, αυτός που μόλις γεννήθηκε, σε Ανθ.
ἀρτι-δᾰής, -ές (δάημι), αυτός που διδάχτηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.
ἀρτί-δακρυς, (δάκρυ), αυτός που μόλις δάκρυσε, έτοιμος να δακρύσει, σε Ευρ.
ἀρτί-δορος, -ον (δείρω), αυτός που απογυμνώθηκε από φλοιό ή ξεφλουδίστηκε πριν από λίγο, σε Ανθ.
ἀρτί-δροπος, -ον (ἄρτιος, δρέπω), αυτός που κόπηκε, που συλλέχθηκε πριν λίγο, ο τρυφερής ηλικίας, σε Αισχύλ.· σε άλλους, ἀρτί-τροπος, -ον (ἄρτι, τρόπος), ακριβώς στην ηλικία, αυτός που βρίσκεται στην ηλικία γάμου.
ἀρτιέπεια, , ιδιόρρ. θηλ. του επόμ., σε Ησίοδ.
ἀρτι-επής, -ές (ἄρτιος, ἔπος), ετοιμόλογος, ευέλικτος ή έτοιμος στα λόγια, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.
ἀρτιζῠγία, (ζυγός), πρόσφατη ένωση, συζυγία, ἀνδρῶν ἀρτ., δηλ. νιόπαντροι σύζυγοι, σε Αισχύλ.
ἀρτίζω, μέλ. -ίσω (*ἄρω), ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.
ἀρτι-θᾰλής, -ές (θάλλω), αυτός που μόλις άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.
ἀρτι-θᾰνής, -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.
ἀρτί-κολλος, -ον (κόλλα)· I. αυτός που συγκολλήθηκε γερά, ακριβώς στερεωμένος κάπου, ἀρτίκολλος ὥστε τέκτονος χιτών = ἀρτίως κολληθεὶς ὡς ὑπὸ τέκτονος, σε Σοφ. II. μεταφ., αρμοσμένος καλά με κάτι, ἄρτι συμβαίνει, αυτός που αποβαίνει ακριβώς όπως πρέπει, σε Αισχύλ.· ἀρτίκολλόν τι μαθεῖν, μαθαίνω κάτι στην κόψη του χρόνου, στην κατάλληλη στιγμή, στον ίδ.