LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄρσις"
- ἄρσις, -εως, ἡ (αἴρω)· I. ανασήκωμα των ποδιών κατά το περπάτημα, σε Αριστ. II. στην Προσωδία, άρση, αντίθ. προς το θέση.