LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄρσην"
- ἄρσην, ὁ, ἡ, ἄρσεν, τό, γεν. ἄρσενος· αρχ. τύπος του ἄρρην, Ιων. ἔρσην· αρσενικός, Λατ. mas, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. ἄρρην, ὁ, ή ἄρρεν, τό, το αρσενικό, σε Αισχύλ.· οἱ ἄρσενες, το ανδρικό φύλο· 2. αρρενωπός, δυνατός, σε Ευρ.· μεταφ., ισχυρός, μεγάλος, κτύπος ἄρσην πόντου, σε Σοφ. 3. λέγεται για το γένος των ονομάτων, αρσενικός, ὀνόματα, σε Αριστοφ.