Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄρουρα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄρουρᾰ, (ἀρόωI. 1. καλλιεργημένη ή κατάλληλη για καλλιέργεια γη, σπαρμένη γη, καρποφόρα γη, χωράφι, Λατ. arvum, και σε πληθ., σιτοφόρες εκτάσεις, αγροί, χωράφια, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα, γενικά, εξοχή, γη, στο ίδ.· πατρὶς ἄρουρα, πατρική γη, πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφ., λέγεται για γυναίκα που γεννά παιδιά, σε Αισχύλ., Σοφ. II. μονάδα έκτασης στην Αίγυπτο, σχεδόν το Ρωμ. jugerum, σε Ηρόδ.
ἀρουραῖος, , -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από την εξοχή, αγροτικός, εξοχικός, μῦς ἀρουραῖος, ποντίκι των αγρών, σε Ηρόδ.· ὦ παῖ τῆς ἀρουραίας θεοῦ, λέγεται για τον Ευριπίδη που ήταν γιός λαχανοπώλη, σε Αριστοφ.·ἀρουραῖος Οἰνόμαος, σε Δημ.