LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄρκτος"
- ἄρκτος, ἡ, I. αρκούδα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. 1. ἄρκτος, ἡ, ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου, επίσης καλείται ἅμαξα (όπως και αστέρι ακριβώς πίσω από αυτήν καλείται Ἀρκτοῦρος, ο Αρκτοφύλακας ή Βοιώτης, ο Αμαξηλάτης), σε Όμηρ. κ.λπ. 2. η χώρα της αρκούδας, αρκτικά μέρη, Βορράς, ενικ., σε Ηρόδ., Ευρ.