Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄριστον"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄριστον[ᾰ Επικ., Αττ.], τό, πρόγευμα, πρωϊνό, κατά την ανατολή του ηλίου, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ἄριστα, δεῖπνα, δάρπα θ' αἱρεῖσθαι τρίτον, σε Αισχύλ.· μεταγεν., το ἄριστον ήταν το μεσημεριανό φαγητό, το Ρωμ. prandium, σε Θουκ. (πιθ. συγγενές προς το ἦρι, νωρίς).
ἀριστό-νοος, ον, αυτός που έχει άριστο νου, σε Ανθ.