LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄργυρος"
- ἄργῠρος, ὁ (ἀργός = λευκός)· I. λευκό μέταλλο, δηλ. ασήμι, σε Όμηρ. κ.λπ. II. χρήματα σε αργυρά νομίσματα, τα χρήματα όπως το ἀργύριον, σε Σοφ.
- ἀργῠρο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.