Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄπιστος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄ-πιστος, -ον, I. Παθ., αυτός τον οποίο δεν μπορεί να πιστέψει ή να εμπιστευτεί κάποιος, και συνεπώς· 1. λέγεται για τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, αναξιόπιστος, ανάξιος εμπιστοσύνης, αυτός που δεν έχει πιστότητα, αναληθής, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θράσος ἄπιστον, αβάσιμη πεποίθηση, σε Θουκ. 2. λέγεται για φήμη και άλλα παρόμοια, απίστευτος, απίθανος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, αυτό που δεν μπορεί να πιστέψει κάποιος έστω και ως ελπίδα, ως όνειρο, σε Σοφ. II. Ενεργ., αυτός που δεν πιστεύει ή δεν εμπιστεύεται κάποιον ή κάτι, δύσπιστος, σκεπτικιστής, φιλύποπτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἀπιστότερος, λιγότερο εύπιστος, σε Ηρόδ.· ἄπιστος πρὸς Φίλιππον, δύσπιστος έναντι του Φιλίππου, σε Δημ.· ἄπιστος σαυτῷ, χωρίς να πιστεύεις ούτε τα ίδια σου τα λόγια, σε Πλάτ.· τὸ ἄπιστον = ἀπιστία, σε Θουκ.· στην Κ.Δ. αυτός που δεν πιστεύει, δύσπιστος, άπιστος. 2. αυτός που δεν υπακούει, ανυπάκουος, με γεν., σε Αισχύλ. III. επίρρ., ἀπίστως, 1. Παθ., με όχι πιστευτό τρόπο, σε Θουκ. 2. Ενεργ., με δυσπιστία, με φιλυποψία, στον ίδ.
ἀπιστοσύνη, , = ἀπιστία, σε Ευρ.