Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄπειρος"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
ἄπειρος, Δωρ. αντί ἤπειρος.
ἄπειρος (Α), -ον (πεῖρα)· I. 1. αυτός που δεν έχει επιχειρήσει δοκιμή ή δεν έχει αποκτημένη εμπειρία ενός πράγματος, αμάθητος, ασυνήθιστος, αδαής σε κάτι, Λατ. expers, με γεν., ἄθλων, σε Θέογν.· τυράννων, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. απόλ., αυτός που δεν έχει εμπειρία, που έχει άγνοια, άσχετος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. επίρρ., ἀπείρως ἔχειν τινός, είμαι αδαής σε κάτι, σε Ηρόδ.
ἄπειρος (Β), -ον (πεῖραρ, πέρας1. απεριόριστος, απέραντος, αχανής, αναρίθμητος, αμέτρητος, πλῆθος, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. στους Τραγ. λέγεται για ενδύματα, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί να εξέλθει κάποιος, το ένδυμα στο οποίο περιπλέκεται κάποιος χωρίς να υπάρχει τρόπος διαφυγής ή διεξόδου, το αξεδιάλυτο, σε Αισχύλ., Ευρ.
ἀπειροσύνη, , = ἀπειρία, έλλειψη εμπειρίας, απειρία, σε Ευρ.