Αποτελέσματα για: "ἄπειμι"
Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
-
ἄπ-ειμι (εἰμί, Λατ. sum)· παρατ. ἀπῆν, βʹ ενικ. ἀπῆσθα· Επικ. ἀπέην, γʹ πληθ. ἄπεσαν· μέλ. ἀπέσομαι, Επικ. ἀπέσσομαι, γʹ ενικ. ἀπεσσεῖται· 1. απέχω, βρίσκομαι μακριά από, απουσιάζω, τινος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· με δοτ., ελλείπω, φίλοισιν, σε Ευρ. κ.λπ. 2. απόλ., είμαι μακριά ή απουσιάζω, και λέγεται για πράγματα, ελλείπω, σε Σοφ. κ.λπ.· λέγεται για τους νεκρούς, σε Ευρ.
-
ἄπ-ειμι (εἶμι, Λατ. ibo), λειτουργεί στο λόγο ως μέλ. του ἀπέρχομαι· απαρ. ἀπιέναι, ποιητ. ἀπίναι· απέρχομαι, αναχωρώ, αποχωρώ, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· οὐκ ἄπει; = ἄπιθι, φύγε λοιπόν, τσακίσου, σε Σοφ.· ἄπειμι πάλιν, επιστρέφω, σε Ξεν.· ἄπιτε ἐς ὑμέτερα, επιστρέψτε στα σπίτια σας, σε Ηρόδ.· ἄπιμεν οἴκαδε, σε Αριστοφ.· ἐπ' οἴκου, σε Θουκ.· λέγεται για τον Νείλο, βρίσκομαι σε άμπωτη, υποχωρώ, σε Ηρόδ.· ἄπειμι ἐπί τι, αναχωρώ σε αναζήτηση κάποιου πράγματος, σε Ξεν.