Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄπαις"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄ-παις, ἄπαιδος, , , I. αυτός που δεν έχει φυσικά τέκνα, ο άτεκνος, ο άκληρος, σε Ηρόδ.· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, η περιουσία που δεν έχει κληρονόμους να την καρπωθούν, σε Σοφ.· με γεν., ἄπαις ἔρσενος γόνου, αυτός που δεν έχει άρρενες κληρονόμους, σε Ηρόδ.· τέκνων ἄπαιδα, σε Ευρ. κ.λπ. II. Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες, τα φυσικά τέκνα της Νύχτας, που όμως δεν είναι καθόλου τέκνα, είναι δηλ. ανυπόστατα, σε Αισχύλ.
ἀπ-αΐσσω, Αττ. -ᾴσσω, μέλ. -ξω, I. αναπηδώ, τινάζομαι από ψηλά, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ. II. αναπηδώ, τινάζομαι και φεύγω, εκτινάζομαι, σε Σοφ. [ἀπᾶ, σε Όμηρ.].
ἀπ-αισχύνομαι[ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., αρνούμαι κάτι επειδή ντρέπομαι, συστέλλομαι από ντροπή, σε Πλάτ.