Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄντυξ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄντυξ, -ῠγος, όπως το ἴτυς, άκρη ή χείλος οποιουδήποτε κυκλικού ή σκαλισμένου πράγματος· I. 1. άκρη κυκλικής ασπίδας, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ράβδος γύρω από την προμετωπίδα του άρματος, γύρος του δίφρου, στο ίδ.· μερικές φορές διπλό, και ως εκ τούτου ἄντυγες στον πληθ., στο ίδ., Σοφ. II. μετά τον Όμηρ., 1. στο πληθ., το ίδιο το άρμα, σε Σοφ., Ευρ. 2. σκελετός λύρας, σε Ευρ. 3. τροχιά πλανήτη, σε Ομηρ. Ύμν.· δίσκος του φεγγαριού, σε Μόσχ.