LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄνοδος"
- ἄν-οδος, -ον (ἀν- στερητικό ὁδός), αυτός που δεν έχει δρόμο, αδιέξοδος, απροσπέλαστος, σε Ευρ., Ξεν.
- ἄν-οδος, ἡ (ἀνά, ὁδός), δρόμος προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· ταξίδι στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.

