Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄνοδος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἄν-οδος, -ον (ἀν- στερητικό ὁδός), αυτός που δεν έχει δρόμο, αδιέξοδος, απροσπέλαστος, σε Ευρ., Ξεν.
ἄν-οδος, (ἀνά, ὁδός), δρόμος προς τα πάνω, όπως αυτός για την Ακρόπολη, σε Ηρόδ.· ταξίδι στην ενδοχώρα, ιδίως στην Κεντρική Ασία, στον ίδ., σε Ξεν.