LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄνιπτος"
- ἄ-νιπτος, -ον (νίζω), 1. άπλυτος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αυτός που δεν έχει ξεπλυθεί, σε Αισχύλ.