Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄνθρωπος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄνθρ-ωπος, (πιθ. από το ἀνήρ ὤψ, αυτός που έχει ανθρώπινο πρόσωπο)· I. 1. άνθρωπος, Λατ. homo (όχι vir), αντίθ. προς τους θεούς, ἀθανάτων τε θεῶν, χαμαὶ ἐρχομένων τ' ἀνθρώπων, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ή χωρίς άρθρο για να υποδηλώσει τον άνθρωπο εν γένει, σε Πλάτ. κ.λπ. 3. στον πληθ., ανθρωπότητα, ανθρώπινο γένος, ἀνθρώπων, ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ, το καλύτερο ορτύκι στον κόσμο, σε Πλάτ.· μάλιστα, ἥκιστα ἀνθρώπων, περισσότερο, λιγότερο απ' όλους, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. μαζί με άλλο ουσ. για να δώσει περιφρονητική σημασία, ἄνθρ. ὑπογραμματεύς, συκοφάντης, σε Ρήτ.· ομοίως homo histrio, σε Κικ.· ομοίως, ἄνθρωπος ή ὁ ἄνθρωπος μόνο του, ο συνάνθρωπος, το άτομο, σε Πλάτ.· επίσης στην κλητ. απευθυνόταν περιφρονητικά στους δούλους, ἄνθρωπε ή ὦ ἄνθρωπε, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. θηλ. (όπως επίσης θηλ. είναι και το homo), η γυναίκα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με σημασία ελέους και οίκτου, σε Δημ.
ἅνθρωπος, κράση του ὁ ἄνθρωπος.
ἀνθρωποσφᾰγέω (σφάττω), σφαγιάζω άνδρες, σε Ευρ.