Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄνθος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄνθος, -εος, τό· γεν. πληθ. ἀνθέων, ακόμα και στην Αττ. I. 1. άνθος, λουλούδι, μπουμπούκι, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. γενικά, οτιδήποτε εμφανίζεται στην επιφάνεια, αφρός, άφρισμα. II. μεταφ., 1. το άνθος ή ακμή της ζωής, ἥβηςἄνθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ὥρας ἄνθος, σε Ξεν.· χροῖας ἄνθος, η ακμή της επιδερμίδας, σε Αισχύλ.· επίσης, η ακμή στρατεύματος και παρομοίως, σε Αισχύλ., Θουκ.· τὸ σὸν ἄνθος, η δική σου περηφάνεια ή τιμή, σε Αισχύλ. 2. το ύψος ή ύψιστο σημείο οποιουδήποτε πράγματος, καλού ή κακού, ἔρωτος, στον ίδ.· μανίας, σε Σοφ. III. φωτεινότητα, λαμπρότητα, σε Θέογν.· στον πληθ., τα φωτεινά χρώματα, σε Πλάτ.· ἁλὸς ἄνθεα, δηλ. το μωβ, σε Ανθ.
ἀνθ-οσμίας, -ου, (ἄνθος, ὀσμή), αρωματικός, εύοσμος από λουλούδια, λέγεται για το κρασί, οἶνος ἀνθ., με ένα όμορφο «μπουκέτο», σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀνθοσμίας μόνο του, σε Ξεν., Λουκ.
ἀνθοσύνη, (ἄνθος), άνθηση, πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, σε Ανθ.