LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄνεσις"
- ἄνεσις, γεν. -εως, Ιων. -ιος, ἡ (ἀνίημι), I. 1. χαλάρωμα, ξετέντωμα των χορδών, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. μεταφ., ελάττωση, μείωση, κακῶν, σε Ηρόδ. 3. ανάπαυση, ξεκούραση, ραστώνη, σε Πλάτ., Αριστ. II. απόλαυση, χαλάρωση, ακολασία, σε Πλάτ., Αριστ.