Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄνεμος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄνεμος, [ᾰ], (√ΑΝ, πρβλ. ἄημι), άνεμος, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἀνέμου κατιόντος, έχοντας ξεσπάσει μεγάλη καταιγίδα, σε Θουκ.· ἄν.κατὰ βορέαν ἑστηκώς, ο άνεμος είχε σταθεί στο βορρά, στον ίδ.· ἀνέμοιο φέρεσθαι παραδοῦναί τι, ρίχνω κάτι στους τέσσερις ανέμους, Βορέας, Σύρος, Νότος (ή Άργηστης), Ζέφυρος· ο Αριστ. δίνει δώδεκα, που χρησίμευαν ως σημεία της πυξίδας.
ἀνεμο-σκεπής, -ές (σκέπη), αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀνεμο-σφάρᾰγος, -ον, αυτός που αντηχεί στους ανέμους, σε Πίνδ.