LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄναρχος"
- ἄν-αρχος, -ον (ἀρχή), αυτός που δεν έχει κεφάλι, αρχή ή αρχηγό, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· τὸ ἄναρχον = ἀναρχία, σε Αισχύλ.

