Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄναξ"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
ἄναξ[ᾰ], ἄνακτος, , κλητ. ἄνα· (ἀνάσσωI. άρχοντας, βασιλιάς, τίτλος αποδιδόμενος στους θεούς, ιδίως στον Απόλλωνα και στο Δία, σε Όμηρ.· στον τελευταίο στην κλητ. Ζεῦ ἄνα, σε Ομήρ. Ιλ. II. ανάμεσα στους Ομηρικούς ήρωες, ο Αγαμέμνονας είναι ο ἄναξ ἀνδρῶν· αλλά το ἄναξ είναι τίτλος αποδιδόμενος σε όλους τους άνδρες με διακεκριμένη και υψηλή θέση, όπως ο Τειρεσίας, σε Ομήρ. Οδ.· βασιλεὺς ἄναξ, άρχοντας βασιλιάς, στο ίδ. III. οικοδεσπότης, ιδίως δηλώνοντας τη σχέση μεταξύ κυρίου και δούλου, στο ίδ. IV. μεταφ., κώπης, ναῶν ἄνακτες, άρχοντες των κουπιών, των πλοίων, σε Αισχύλ.· ἄν.ὅπλων, σε Ευρ.
ἀνα-ξαίνω, μέλ. -ξᾰνῶ, ανοίγω, ξύνω πληγή, σε Βάβρ.
ἀνα-ξηραίνω, μέλ. -ᾰνῶ, αόρ. αʹ ἀνεξήρᾱνα, Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ἀγξηράνῃ· αποξηραίνω, καταξηραίνω, λέγεται για τον άνεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· αποξηραίνω ποταμό, σε Ηρόδ.
ἀναξία, (ἀνάσσω), διαταγή, κέλευσμα, εντολή, σε Πίνδ.
ἀν-άξιος, -ον και , -ον· I. 1. λέγεται για πρόσωπα, ανάξιος, μη θεωρούμενος άξιος για, με γεν., σε Ηρόδ.· ἀνάξιον σοῦ, πολύ καλύτερο από εσένα, σε Σοφ.· με απαρ., ἀνάξιος δυστυχεῖν, αυτός που δεν αξίζει να υποφέρει, στον ίδ.· επίρρ. ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν, σε Ηρόδ. 2. απόλ., ανάξιος, μη χρήσιμος, ευκαταφρόνητος, στον ίδ., σε Σοφ.· επίρρ. -ίως, σε Σοφ. 3. αυτός που δεν αξίζει να πάθει κακό, στον ίδ., σε Ευρ. II. λέγεται για πράγματα, μη άξια, ἀνάξια παθεῖν, σε Ευρ. κ.λπ.
ἀναξι-φόρμιγξ, -ιγγος, , , αυτός που άρχεται από τη φόρμιγγα ή τη λύρα, σε Πίνδ.
ἀναξυρίδες, -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε Ηρόδ., Ξεν.· από τους Σκύθες, σε Ηρόδ. (περσική λέξη).
ἀνα-ξύω[ῡ], μέλ. -ξύσω, αποξύνω ή απαλείφω — Παθ., ἀναξυσθείς, (μτχ. αορ. αʹ), έχοντας ξυσμένη την επιφάνεια σε Πλούτ.