Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄναλκις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄν-αλκις, -ιδος, , , αιτ. -ιδα ή -ιν· (ἀλκή), αδύνατος, ανίσχυρος, ασθενής, λέγεται για απόλεμους ανθρώπους, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.