LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμυστις"
- ἄμυστις, -ιος και -ιδος, ἡ (ἀμυστί), I. αθρόα πόση, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. 2. βαθιά κατάποση, φιλοποσία, στον ίδ. II. μεγάλο κύπελο που χρησιμοποιούνταν απο τους Θράκες, σε Αριστοφ.