LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμυλος"
- ἄ-μῠλος, -ον (μύλη), μη αλεσμένος σε μύλο, δηλ. αλεσμένος στο χέρι· ως ουσ., ψωμί από λευκό αλεύρι, σε Αριστοφ. κ.λπ.