LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμπυξ"
- ἄμπυξ, -ῠκος, ὁ ή ἡ (ἀμπί, Αιολ. αντί ἀμφί), I. γυναικεία κορδέλα (ταινία) για τα μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· II. οτιδήποτε κυκλικό, τροχός, σε Σοφ.