LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμοιρος"
- ἄ-μοιρος, -ον (μοῖρα), 1. αυτός που δεν έχει μερίδιο, με γεν., σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. απόλ., ἄμμορος, ατυχής, κακότυχος, σε Ευρ.