Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄμμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄμμος ή ἅμμος, , άμμος (βλ. ἄμαθος), σε Πλάτ. κ.λπ. II. αμμώδες έδαφος, έδαφος κατάλληλο για αγώνες δρόμου, σε Ξεν.