LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμητος"
- ἄμητος ή ἀμητός[ᾱ], ὁ (ἀμάω), I. 1. θερισμός, θέρος, συγκομιδή, τρύγος, σε Ομήρ. Ιλ. (μεταφ. λέγεται για τη σφαγή). 2. θερισμός, η εποχή του θερισμού, σε Ησίοδ., Ηρόδ. II. σοδειά ή συγκομιδή που θερίστηκε, Λατ. seges, σε Ανθ.