Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄμβροτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-μβροτος, -ον και , -ον (α στερητικό και βροτός, με παρείσφρηση του μ1. όπως ο επιτετ. τύπος ἀμβρόσιος, αθάνατος, θεϊκός, σε Όμηρ., Αισχύλ. 2. νὺξ ἄμβροτος, όπως το ἀμβροσίη νύξ, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα λέγεται για όλα τα πράγματα που ανήκουν στους θεούς, σε Όμηρ.