Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄλυρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-λῠρος, -ον (λύρα), αυτός που δεν έχει λύρα, ὕμνοι ἄλυροι, δηλ. άγριοι θρήνοι συνοδευόμενοι από τον αυλό και όχι από τη λύρα (πρβλ. ἀφόρμικτος), σε Ευρ. κ.λπ.