Αποτελέσματα για: "ἄλη"
Βρέθηκαν 24 λήμματα [1 - 20]
-
ἄλη[ᾰ], ἡ, I. 1. αέναη, διαρκής περιπλάνηση, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. περιπλάνηση του πνεύματος, απόσπαση προσοχής, σύγχυση, παραφροσύνη, σε Ευρ. II. Ενεργ., ἄλαι βροτῶν δύσορμοι, λέγεται για τρικυμίες που κάνουν τους ανθρώπους να περιπλανιώνται χωρίς λιμάνι και ανάπαυση, σε Αισχύλ.· πρβλ. ἀλύω.
-
ἀλήθειᾰ[ᾰλ], ἡ, Δωρ. ἀλάθεια· Επικ. επίσης ἀληθείᾱ· (ἀληθής)· I. αλήθεια· 1. αλήθεια, αντίθ. προς το ψεύδος, παιδὸς πᾶσαν ἀλ. μυθεῖσθαι, το να λέει κάποιος ολόκληρη την αλήθεια για το παιδί, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, χρᾶσθαι τῇ ἀλ., σε Ηρόδ.· ἡ ἀλ. περί τινος, σε Θουκ. 2. αλήθεια, πραγματικότητα, αντίθ. προς το φαίνεσθαι, φαινόμενο, τῶν ἔργων ἡ ἀλ., στον ίδ. 3. επιρρ. χρήσεις, τῇ ἀληθείᾳ, τω όντι, αληθώς, στον ίδ.· σπανίως ἀληθείᾳ, σε Πλάτ.· ἐπ' ἀληθείας, αληθώς, τω όντι, σε Δημ.· μετ' ἀληθείας, σε Ξεν.· κατ' ἀλήθειαν, σε Αριστ. II. ο χαρακτήρας του ἀληθοῦς, πιστότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα, φερεγγυότητα, ντομπροσύνη, ευθύτητα χαρακτήρα, σε Ηρόδ. κ.λπ.
-
ἀληθεύω, μέλ. -σω (ἀληθής), I. λέω την αλήθεια, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τὰς δέκα ἡμέρας ἠλήθευσε, σωστά προείπε για τις δέκα μέρες, σε Ξεν.· ἀλ.τοὺς ἐπαίνους, αποδεικνύω τους επαίνους αληθινούς, σε Λουκ. II. Παθ., επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, λέγεται για προφητείες, σε Ξεν.
-
ἀ-ληθής[ᾰ], Δωρ. ἀ-λᾱθής, -ές (α στερητικό, λήθω = λανθάνω)· φανερός, εμφανής, αληθινός· I. αληθινός, αντίθ. προς το ψευδής, σε Όμηρ.· τὸ ἀληθές, με κράση τἀληθές, Ιων. τὠληθές και τὰ ἀληθῆ, με κράση τἀληθῆ, η αλήθεια, σε Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ειλικρινής, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 3. λέγεται για χρησμούς κι άλλα παρόμοια, αληθής, αυτός που επαληθεύεται, πραγματοποιείται, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. επίρρ. ἀληθῶς, Ιων. -θέως, 1. αληθινά, ειλικρινά, πραγματικά, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. πράγματι, όντως, στην πραγματικότητα, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.· ομοίως και, ὡς ἀληθῶς, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ. III. ουδ. ως επίρρ., προπαροξ. ἄληθες; itane? πράγματι; αλήθεια; πραγματικά; ειρων. σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ. 2. τὸ ἀληθές, πράγματι, Λατ. revera, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και τὸ ἀληθέστατον, πραγματικά, όντως, σε Θουκ.
-
ἀληθίζομαι, αποθ., ἀληθεύω, σε Ηρόδ.
-
ἀληθῐνός, -ή, -όν (ἀληθής), σύμφωνος προς την αλήθεια· 1. λέγεται για πρόσωπα, φιλαλήθης, αξιόπιστος, σε Ξεν., Δημ. 2. λέγεται για πράγματα, αληθής, πραγματικός, σε Πλάτ.· ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι, για να γίνει σωστός άνδρας, σε Θεόκρ.· επιρρ. -νῶς, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
-
ἀληθό-μαντις, ὁ, ἡ, ο προφήτης της αλήθειας, σε Αισχύλ.
-
ἀληθοσύνη, ἡ, ποιητ. αντί ἀλήθεια, σε Θέογν.
-
ἀλήθω[ᾰ] = ἀλέω, σε Ανθ.
-
Ἀλήιονπεδίον, τό (ἄλη), η χώρα των περιπλανήσεων (πάνω από την οποία περιπλανήθηκε ο Βελλερεφόντης), σε Λυκία ή Κιλικία, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀ-λήιος, -ον (λήϊον), φτωχός σε καλλιεργήσιμα εδάφη, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἀλήλεκα, -εμαι ή -εσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀλέω.
-
ἀλήλῐφα, ἀλήλιμμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀλείφω.
-
ἄλημα[ᾰλ], -ατος, τό (ἀλέω), λεπτό αλεύρι· μεταφ., λέγεται για πανούργο, πολυμήχανο άντρα, όπως ο Οδυσσέας, σε Σοφ.
-
ἀλήμεναι, Επικ. αντί ἀλῆναι.
-
ἀλήμων[ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
-
ἀλῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του εἴλω.
-
ἄ-ληπτος, -ον, I. δύσληπτος, αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον πιάσει, σε Πλούτ.· συγκρ. ἀληπτότερος, λιγότερο προσβλητός, απρόσβλητος, σε Θουκ. II. απαράδεκτος, ακατανόητος, σε Πλούτ.
-
ἁλής[ᾱ], -ές (εἴλω, πρβλ. ἀολλής), Ιων. λέξη ισοδύν. με την Αττ. ἀθρόας, συγκεντρωμένος, συναθροισμένος, πυκνός, γεμάτος κόσμο, συσσωρευμένος μεμιάς, Λατ. confertus, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· είτε στον πληθ., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες, είτε με περιληπτικά ουσιαστικά, ἁλὴς γενομένη πᾶσα ἡ Ἑλλάς, στον ίδ.
-
ἄ-ληστος, -ον, Ιων. αντί ἄλαστος.