LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄλαστος"
- ἄ-λαστος, Ιων. ἄ-ληστος, -ον (λήθομαι), 1. αλησμόνητος, αφόρητος, ακατάπαυστος, πένθος, ἄχος, σε Όμηρ.· ουδ. ως επίρρ., συνεχώς, σε Ομήρ. Οδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ἄλαστε, καταραμένε, άθλιε! σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.