Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄκρος"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
ἄκρος, , -ον (ἀκή I), I. αυτός που βρίσκεται στο απώτατο σημείο, κι έτσι είτε σημαίνει κορυφαίος, Λατ. summus, είτε εξώτατος, ο πιο απομακρυσμένος, Λατ. extremus· 1. ύψιστος, υψηλότατος, ἐν πόλει ἄκρῃ = ἐν ἀκροπόλει, σε Ομήρ. Ιλ.· μέλαν ὕδωρ ἄκρον, στην επιφάνειά του, στο ίδ. κ.λπ. 2. εξώτατος, ἄκρη χείρ, ἄκροι πόδες, ἄκρος ὦμος, άκρο χεριού, άκρα ποδιών, ακρότατο σημείο ώμου, στο ίδ., σε Θουκ.· ἐπ' ἄκρων (δακτύλων), ακροποδητί, σε Σοφ.· ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις, απλώς με τα άκρα του ιστίου, δηλ. με συνεσταλμένα, μαζεμένα πανιά (για να αποφύγη την ορμή του ανέμου), σε Ευρ. II. λέγεται για χρόνοκαι σημαίνει πληρότητα, ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ, όταν είχε έρθει εντελώς το απόγευμα, σε Πίνδ.· ἄκρας νυκτός, στο τέλος της νύχτας, σε Σοφ. III. λέγεται για βαθμό, ο πιο υψηλός στο είδος του, υπερβολικά καλός, τέλειος, άψογος, υπέροχος· χρησιμοποιείται για πρόσωπα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἄκρος μάντις, σε Σοφ.· συχνά με αιτ. τρόπου που προστίθεται, ψυχὴν οὐκ ἄκρος, όχι δυνατός στο μυαλό, σε Ηρόδ.· ἄκροι τὰ πολέμια, ικανοί στον πόλεμο, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με γεν. τρόπου, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως, σε Πλάτ.· επίσης, ἄκρος εἴς ή περί τι, στον ίδ. IV. ως ουσ. βλ. ἄκρα, ἄκρον. V. 1. ουδ. ως επίρρ., στην κορυφή ή στην επιφάνεια, ακριβώς εκεί, ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος, στην άκρη, στην κόψη, στο χείλος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. καθ' υπερβολήν, υπερβολικά, σε Θεόκρ. 3. ολοκληρωτικά, πλήρως, σε Πλάτ.
ἀκρο-σίδηρος, -ον, αυτός που έχει αιχμή, άκρη ή έχει επενδυθεί με σίδηρο, σε Ανθ.
ἀκρό-σοφος, -ον, ανώτερος σε σοφία, σε Πίνδ.
ἀκρο-στόλιον, τό (στολή), κουπαστή πλοίου, σε Πλούτ.
ἀκρο-σφᾰλής, -ές (σφάλλω), επιρρεπής στο λάθος, ασταθής, επισφαλής, αβέβαιος, σε Πλάτ.