Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄκανθα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄκανθα[ᾰκ]-ης, (ἀκή I), 1. αγκάθι, βούκεντρο, σε Θεόκρ. κ.λπ. 2. ακανθώδες φυτό, γαϊδουράγκαθο· στον πληθ., αγκαθώνας, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, είδος ακακίας που απαντά στην Αίγυπτο, Λατ. mimosa Nilotica, σε Ηρόδ. 3. ραχοκοκαλιά ή σπονδυλική στήλη των ζώων, στον ίδ. κ.λπ. 4. μεταφ. ἄκανθαι, ακανθώδη, δυσεπίλυτα ζητήματα, υποθέσεις που απαιτούν λεπτούς χειρισμούς, σε Λουκ.