Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄθυρμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄθυρμα, τό (ἀθύρω), παιχνιδάκι, παιχνίδι· ευχαρίστηση, ικανοποίηση, χαρά, σε Όμηρ. κ.λπ.