Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄθλιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄθλιος, , -ον και -ος, -ον, Αττ. συνηρ. από το Επικ. ἀέθλιος (ἄεθλον, ἆθλονI. αυτός που κερδίζει το βραβείο (αυτή η σημασία μόνο σε Επικ. τύπο ἀέθλιος). II. 1. μεταφ., ταλαιπωρημένος, δυστυχής, ελεεινός (αυτή η σημασία μόνο σε Αττ. τύπο ἄθλιος), λέγεται για πρόσωπα, σε Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. -ιώτερος, σε Σοφ.· υπερθ. -ιώτατος, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για εκδηλώσεις, καταστάσεις του βίου, της ζωής· γάμοι, βίος, τύχη, σε Τραγ.· επίρρ. -ίως, ελεεινά, σε Σοφ. 2. με ηθική σημασία, άξιος οίκτου, δυστυχής, σε Δημ. 3. χωρίς καμία ηθική σημασία, άθλιος, ελεεινός, φαύλος· θηρσὶν ἀθλίαβορά, σε Ευρ.· επίρρ. ἀθλίως καὶ κακῶς, κακά και άθλια, με θλιβερή έκβαση, σε Δημ.