Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄελλα"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἄελλα, Επικ. ἀέλλη, -ης, (εἴλω), 1. θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος, σε Όμηρ.· ἄελλαι ἀνέμων, στον ίδ. 2. μεταφ. λέγεται για κάθε περιστροφική, στροβιλοειδή κίνηση, ὠκυδρόμοις ἀέλλαις, λέγεται για ζώο, σε Ευρ.· ἄστρων ὑπ' ἀέλλαισιν, στον ίδ.
ἀελλαῖος, , -ον (ἄελλα), γρήγορος σαν θύελλα· πελειάς, σε Σοφ.
ἀελλάς, -άδος, = το προηγ.· ἵπποι, σε Σοφ.