LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄελλα"
- ἄελλα, Επικ. ἀέλλη, -ης, ἡ (εἴλω), 1. θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος, σε Όμηρ.· ἄελλαι ἀνέμων, στον ίδ. 2. μεταφ. λέγεται για κάθε περιστροφική, στροβιλοειδή κίνηση, ὠκυδρόμοις ἀέλλαις, λέγεται για ζώο, σε Ευρ.· ἄστρων ὑπ' ἀέλλαισιν, στον ίδ.
- ἀελλαῖος, -α, -ον (ἄελλα), γρήγορος σαν θύελλα· πελειάς, σε Σοφ.
- ἀελλάς, -άδος, ἡ = το προηγ.· ἵπποι, σε Σοφ.