Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄδωρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-δωρος, -ον (δῶρον), I. αυτός που δεν δέχεται δώρα, αυτός που δεν λαμβάνει τίποτα ως δώρο, αδιάφθορος· με γεν., ἀδωρότατος χρημάτων, σε Θουκ. II. αυτός που δεν δίδει δώρα· ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, λέγεται για κυνήγι από το οποίο δεν προσφέρθηκε κανένα δώρο, σε Σοφ. III. ἄδωρα δῶρα, δώρα που όμως δεν είναι δώρα, δώρον άδωρον, όπως το βίος ἀβίωτος, στον ίδ.