Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄδικος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄ-δῐκος, -ον (δίκη), I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που πράττει το άδικο, ανέντιμος, μη ενάρετος, άδικος, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀδικώτατος, σε Σοφ.· ἄδικος εἴς τι, άδικος ως προς κάτι· ἔς τινα, προς, απέναντι σε κάποιον άνθρωπο, σε Ηρόδ.· περί τινα, σε Ξεν.· με απαρ., τόσο άδικος ώστε να..., σε Κ.Δ. 2. ἄδικοι ἵπποι, ξεροκέφαλοι, ατίθασοι, ακυβέρνητοι, αδάμαστοι, σε Ξεν. II. λέγεται και για πράγματα, τα αδίκως πεπραγμένα, το κακό, το άδικο, το βλαβερό· ἔργματα, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δίκαια καὶ ἄδικα, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, σε Πλάτ. III. επίρρ. -κως, σε Σόλωνα κ.λπ.· τοὺς ἀδίκως θνήσκοντας, σε Σοφ.· εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως, jure an injuria, σε Ηρόδ.· οὐκ ἀδίκως, όχι άνευ λόγου, όχι άνευ δίκαιας αιτίας, σε Πλάτ.