Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄδην"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅδην ή ἄδην[ᾰ] (ἄω, satio), 1. επίρρ., Λατ. satis, αρκετά, έως το σημείο του κορεσμού· ἔδμεναι ἄδ(δ)ην, το να τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι πολέμοιο, οι οποίοι μπορεί να τον οδηγούν σε κορεσμό του πολέμου, στο ίδ.· ἅδην ἔλειξεν αἵματος, έγλειψε όσο μπορούσε να φάει από το αίμα, σε Αισχύλ.· καὶ τούτων μὲν ἅδην, αρκετά από αυτό, σε Πλάτ.· με μτχ., ἄδην εἶχον κτείνοντες, σε Ηρόδ. (, εκτός της φράσης ἔδμεναι ἄδην που αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ., όπου συνήθως αναγράφεται ἄδδην).