Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγχι"

Βρέθηκαν 23 λήμματα [1 - 20]
ἄγχῐ (ἄγχω) = ἐγγύς, επίρρ. τοπικό, κοντά, πλησίον, εγγύς, δίπλα, απόλ. ή με γεν., σε Όμηρ.· συγκρ. ἄγχιον, ἆσσον· υπερθ. ἄγχιστα (βλ. ἆσσον, ἄγχιστος).
ἀγχί-ᾰλος, -ον και , -ον (ἅλς), αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, λέγεται για πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης λέγεται και για νησιά, αυτός που είναι ζωσμένος από θάλασσα, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀγχι-βᾰθής, αυτός που είναι βαθύς μέχρι την ακτή, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
ἀγχι-γείτων, -ον, γεν. -ονος, γειτονικός, σε Αισχύλ.
ἀγχί-θεος, -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στους θεούς, δηλ. όμοιος προς αυτούς σε ευδαιμονία και ισχύ, ή αυτός που ζει, που κατοικεί μαζί τους, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., ημίθεος, σε Λουκ.
ἀγχίθῠρος, -ον (θύρα), άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σε Θέογν., Θεόκρ.
ἀγχί-μολος, -ον (μολεῖν), αυτός που πλησιάζει, που έρχεται κοντά· με γεν., σε Θεόκρ., στον Όμηρ. μόνο το ουδ. ως επίρρ., κοντά, πλησίον· ομοίως και ἐξ ἀγχιμόλοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀγχι-νεφής, -ές (νέφος), αυτός που βρίσκεται κοντά στα σύννεφα, σε Ανθ.
ἀγχίνοια, , πνευματική ετοιμότητα, οξύτητα, εγρήγορση πνεύματος, οξύνοια, σε Πλάτ. κ.λπ.
ἀγχί-νοος, -ον, συνηρ. ἀγχίνους, -ουν, οξυδερκής, οξύνους, ευφυής, έξυπνος, σε Ομήρ. Οδ., Πλάτ. κ.λπ.
ἀγχί-πλοος, -ον, συνηρ. ἀγχίπλους, -ουν, αυτός που διαπλέεται με ταχύτητα· ἀγχίπλοος πόρος, σύντομο ταξίδι, σε Ευρ.
ἀγχί-πορος, -ον, αυτός που έρχεται κοντά σε..., αυτός που βρίσκεται πάντοτε κοντά, σε Ανθ.
ἀγχί-πτολις, -εως, , , ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
ἀγχιστεία, (ἀγχιστεύω), 1. εγγύτητα γένους, συγγένεια, σε Πλάτ. 2. δικαιώματα συγγένειας, δικαίωμα κληρονομιάς, σε Αριστοφ.
ἀγχιστεῖα, τά = το προηγ., σε Σοφ.
ἀγχιστεύς, -έως, ,κυρίως στον πληθ., ἀγχιστεῖς (ἄγχιστος), στενός συγγενής· λέγεται για τα έθνη, σε Ηρόδ.· πλησιέστερος συγγενής, κληρονόμος, σε Λουκ.
ἀγχιστεύω, I. βρίσκομαι πλησίον ή εγγύτατα, πάρα πολύ κοντά· με δοτ., σε Ευρ. II. είμαι κληρονόμος κατά το νόμο, σε Ισαίο.
ἀγχιστήρ, -ῆρος, , αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.
ἀγχιστῖνος, , -ον, εγγύς, πυκνός, σε σωρούς, σε Όμηρ.
ἄγχιστος, -ου, υπερθ. επίθ. (ἄγχι), I. εγγύτατος, αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά, σε Πίνδ., Τραγ.· γένει ἄγχιστος πατρός, ο πιο κοντινός συγγενής, σε Ευρ. II. 1. στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἄγχιστον ή ἄγχιστα, έγγιστα, πάρα πολύ κοντά· με γεν., Διὸς ἄγχιστα, πολύ κοντά στον Δία, σε Αισχύλ.· ἄγχιστα τοῦ βωμοῦ, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για το χρόνο, προ ολίγου, μόλις, εσχάτως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.